(Ημερολόγιο 2012 από αυθεντικούς πίνακες ζωγραφισμένους από ομάδα ανάπηρων καλλιτεχνών με το στόμα και το πόδι)
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Λίγες μέρες έμειναν για να γιορτάσουμε τη γέννηση του Θεανθρώπου, τα Χριστούγεννα. Γιορτή ανθρώπινη, καλοσυνάτη, γιορτή ζεστασιάς και ειρήνης, γλυκιάς νοσταλγίας, πανανθρώπινη που γιορτάζεται σε όλα τα πέρατα του κόσμου.
Γιορτή απλή, χωρίς λάμψη και περίτεχνους στολισμούς, με πολλές ετοιμασίες, μικρά έθιμα και διάφορες δοξασίες. Γιορτή μέσα στη ψυχή του καθενός που περίμενε τη Γέννηση του Χριστού, την Πρωτοχρονιά, τα Φώτα με προσμονή, με ευλάβεια και ελπίδα.
Μέρες πριν ξεκινούσαν οι προετοιμασίες. Καθαριότητα σπιτιού, παρασκευή χριστόψωμου (ψωμί γιορτινό με κεντίδια) και γλυκισμάτων (μελομακάρονα, κουραμπιέδες, μπακλαβάς). Την παραμονή γινόταν η σφαγή του γουρουνιού. Όλες οι οικογένειες από το Καλοκαίρι φρόντιζαν να έχουν το χοιρινό τους, δίνοντάς του καλαμπόκι, πίτουρα και ότι άλλο περίσσευε στο σπίτι. Η σφαγή του γουρουνιού ήταν μια γιορτή και ο χασάπης έπρεπε να γνωρίζει καλά τη δουλειά. Στη συνέχεια, με ιδιαίτερη επιμέλεια καταπιάνονταν όλοι με το γέμισμα των λουκάνικων, την παρασκευή του «πασπαλά», της «πηχτής», το γέμισμα της «ματίας».
Από το γουρούνι τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τίποτα δεν πετούσαν. Η οικογένεια θα είχα κρέας μέχρι τις Απόκριες. Εμείς τα παιδιά περιμέναμε να πάρουμε τη «φούσκα» να τη φουσκώσουμε και να παίξουμε μπάλα και άλλα παιγνίδια.
Οι νοικοκυρές ζύμωναν τα Χριστόψωμα, ψωμιά γιορτινά με κεντίδια.
Η λέξη ρεβεγιόν δεν υπήρχε. Άλλωστε η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν η τελευταία ημέρα της νηστείας του σαρανταήμερου που είχε ξεκινήσει από τις 14 Νοέμβρη (Αγίου Φιλίππου). «Αρταίνονταν», δηλαδή έτρωγαν κρέας, ανήμερα τα Χριστούγεννα. Στα καφενεία οι άνδρες καταπιάνονταν με το χαρτί με αποτέλεσμα πολλοί να χάνουν πολλά χρήματα.
Η τηλεόραση δεν είχε μπει ακόμη στα σπίτια μας για να βλέπουμε τις «δήθεν» φαντασμαγορικές φιέστες που μας κάνουν να ξεχνάμε το πραγματικό νόημα των ημερών. Καθισμένοι γύρω από το τζάκι ακούγαμε τις ιστορίες των μεγαλυτέρων και σιγοτραγουδούσαμε τραγούδια που με την πάροδο του χρόνου τα ξεχάσαμε χωρίς να τα μεταδώσουμε στα παιδιά μας:
Στη γωνιά μας κόκκινο τ' αναμμένο τζάκι.
Τούφες χιόνια πέφτουνε στο παραθυράκι.
Όλο απόψε ξάγρυπνο μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα το καμπαναριό.
Έλα εσύ που Αρχάγγελοι σε υμνούν απόψε.
Πάρε από την πίττα μας που ευωδειά και κόψε.
Έλα κι η γωνίτσα μας καρτερεί να 'ρθείς,
σού 'στρωσα Χριστούλη μου για να κοιμηθείς.
Πιτσιρικάδες ανεβοκατεβαίναμε, παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, τα καλντερίμια του χωριού τραγουδώντας τα κάλαντα για να εισπράξουμε μία δραχμούλα, ένα γλύκισμα που πρόθυμα μας «φίλευαν» οι νοικοκυρές.
Στ’ αυτιά μας ακόμα αντηχούν οι φωνές μας, άλλες καλές και άλλες λίγο παράφωνες, τραγουδώντας την παραμονή των Χριστουγέννων:
«Χριστούγεννα Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου,
για βγείτε δείτε μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται,
γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα.
Το μέλι τρων΄ οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες
και στο μελισοπόταμο αλούζονται οι κυράδες.
Κυρά ψιλή κυρά λιγνή κυρά καμπανοφρύδα
σαν αλουσθείς και χτενισθείς και πας στην εκκλησία
θα δεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστέρι».
Και οι μικρότεροι:
Κου-κου-κου καν΄ ο κόκορας κα-κα-κα καν΄ η κότα,
δωσ΄ μου την πενταρούλα μου να φύγ΄ από την πόρτα.
Το βράδυ της παραμονής, πηγαίναμε νωρίς για ύπνο, έπρεπε χα ξυπνήσουμε πριν το χάραμα για να παρακολουθήσουμε την πανηγυρική Θεία λειτουργία των Χριστουγέννων. Κανείς δεν έλειπε από την εκκλησία. Με το σχόλασμα, αντάλλασαν ευχές για τα «χρόνια πολλά».
Μέρα γιορτινή η μέρα των Χριστουγέννων, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν με μεγάλη επιμέλεια το γιορτινό τραπέζι, έπρεπε να βρεθεί όλοι η οικογένεια, να γευθεί τις αρτίσιμες λιχουδιές, μετά από σαράντα μέρες νηστεία.
Αφού περνούσαν τα Χριστούγεννα περιμέναμε με λαχτάρα τη Πρωτοχρονιά. Πάλι τα κάλαντα, πάλι οι μπουναμάδες και το γιορτινό τραπέζι.
Την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς έφτιαχναν τη βασιλόπιτα που την έκοβε τη μέρα της Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας. Αφού την σταύρωνε, την έκοβε δίνοντας τα πρώτα κομμάτια του Χριστού, του Σπιτιού και συνέχιζε με τα κομμάτια των μελών της οικογένειας από τον μεγαλύτερο στον μικρότερο. Μεγάλες χαρές έκανε όποιος έβρισκε το νόμισμα, «το φλουρί», θα ήταν η τυχερή του χρονιά.
Άη Βασίλη δεν περιμέναμε, πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν δεν γινόντουσαν, μόνο η φιγούρα της μητέρας μας ξυπνούσε, που μέσα στα μεσάνυχτα, ράντιζε με ένα κλαδί ελιάς όλο το σπίτι με το αμίλητο νερό, που μόλις είχε τραβήξει από το πηγάδι και στη συνέχεια με το βαρύ κλειδί του κατωγιού, μας κτυπούσε στο μέτωπο σιγομουρμουρίζοντας «σιδεροκέφαλος».
Το Δωδεκάημερο τέλειωνε στις 5 Γενάρη, με νηστεία και τον μικρό Αγιασμό. Οι νοικοκυρές από πολύ νωρίς περίμεναν τον παπά με την αγιαστούρα να τους ράνει με το κλαδί του βασιλικού για να έχουν τη βοήθεια του Θεού. Με την παρουσία του αγιασμού, οι Καλικάτζαροι γύριζαν στα έγκατα της γης για να αναλάβουν ξανά το πριόνισμα του κορμού της, αφού κατά την απουσία τους έθρεψε και επανήλθε στη προηγούμενη κατάσταση.
Χριστούγεννα. Γιορτή που έρχονται στο μυαλό μας τα λόγια του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη ο οποίος οραματίζεται τη Γέννηση του Θεανθρώπου απλά, καθημερινά, με τη φύση και τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους να συμμετέχουν σ’ αυτή.
«Στην άγια Νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη λυγούν τα πόδια
Και προσκυνούν γονατιστά τη φάτνη τους τ’ άδολα βόδια.
Κι’ ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα σταυροκοπιέται
Και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα «Χριστός γεννιέται»
http://koumiotis-andron.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου