Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

«ΟΥΔΕΝ ΜΕΙΖΟΝ ΕΣΤΙΝ ΑΘΡΩΠΟΙΣ ΕΛΛΗΣΙΝ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»



(Τίποτα πιο σπουδαίο δεν υπάρχει για τους Έλληνες από την Ελευθερία)
Το ανωτέρω απόφθεγμα αναφερόταν σε τιμητικό ψήφισμα της ελληνικής πόλης της Ιωνίας, Πριήνη, τον 3ο π.χ αιώνα. Υπάρχουν αναρίθμητα περιστατικά στην ιστορική διαχρονία, που αποδεικνύουν την αλήθεια του ρητού, καταλύοντας τη διαιρετική διάσταση του χρόνου και τον μερισμό παρελθόντος, παρόντος, μέλλοντος, δείχνοντας ότι ο πόθος για ελευθερία αποτελεί διαχρονικά για τους Έλληνες, το πυρηνικό δομικό στοιχείο της ύπαρξής τους.
Έτσι, στα 1869 ο Λευκαδίτης ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, έγραψε το γνωστό ποίημα «Φωτεινός Ζευγολάτης». Το ποίημα (επίκαιρο σήμερα παρά ποτέ) είναι εμπνευσμένο από ένα περιστατικό που είχε συμβεί ανάμεσα στον σταλμένο από τη Βενετιά για να αφεντεύει στη Λευκάδα, Τζώρτζη Γρατσιάνο και το Λευκαδίτη ξωμάχο Φωτεινό.
Ο Φωτεινός καλεί το γιο του Μήτρο να διώξει από το χωράφι του τα σκυλιά του Γρατσιάνου, επειδή του προκαλούν ζημιές. Ο γιος όμως φοβάται να το κάνει και δεν τον ακούει. Τότε ο γέροντας αρπάζει τη σφεντόνα του, ξαπλώνει χάμω το ένα σκυλί και σπάζει το ποδάρι του άλλου. Μετά από λίγο μπροστά του στέκει ο Γρατσιάνος με την πολυπληθή συνοδεία του καβάλα στ’ άλογα…
Φωτεινός ο ζευγολάτης
-Παρ’ ένα σβώλο, Μήτρο,
και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.
Ο χερουλάτης έφαγε τ’ άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελυώσαν τα ήπατά μου.
Δυο μήνες έρρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ’ αρρώστια, με γεράματα! Βάσανα, νήστεια, κόποι
γι’ αυτό το έρμο το ψωμί! Και τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!…
Εξέχασες και δε μ’ ακούς;…εσένα κράζω, Μήτρο,
διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο…
Είναι του Ρήγα δεν κοτώ… Για κύτταξ’ εκεί πέρα
να ιδής τι θρως που γίνεται, τι χλαλοή πατέρα!
-Τι Ρήγας, τι Ρηγόπουλα! Είν’ ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γένη νοικοκύρης.
Παληόφραγκοι. Που πέφτουνε σαν όρνια σε ψοφίμια,
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
Και συ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες’ στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ’ αυτά τα δάχτυλά σου
πώχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό στα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! Ο δούλος, είν’ αλήθεια,
λίπος ποτάζει μοναχά, ψυχή κ’ αίμα δεν ΄ έχει.
……………………………………………………………………………
Κι’ ο γέροντας μ’ απίδρομο σαν παλληκάρι τρέχει
Κι’ αρπάζει την σφεντόνα του. Έχει χολή στα μάτια.
Με το σφυρί του ένα γουλί το σπα σε δυο κομμάτια
Και το σταφνίζει στο καυκί. Γοργά την ανεμίζει
Και τήνε σκάει με δύναμη. Ανοίγει το λιθάρι
και θυμωμένο ένα σκυλί πληγώνει στο ποδάρι,
κι’ άλλο χτυπάει στο κούτελο και το ξαπλώνει χάμω.
………………………………………………………………………………
-Βλέπεις, εγώ δεν τους ψηφώ, με τα γεράματά μου.
-Πατέρα, τι’ είναι πώκαμες!
-Περίδρομος, κεφάλα,
Μη βλαστημήσω το βυζί που σούδωκε το γάλα.
Δε νοιώθεις πως τους σχαίνομαι! Όλην αυτήν την ψώρα,
Οπώρχονται κάθε φορά και μας δαγκάει τη χώρα;
…………………………………………………………………………………
-Μη με προσπέρνεις άδικα, πατέρα μου, είναι τόσοι!
Περνούν σα μαύρος σίφουνας… σφιχτά μας έχουν ζώσει.
………………………………………………………………………………….
Έμειν’ ο γέροντας βουβός. Το φλογερό του μάτι
Έγινε μόνο της ψυχής απόκρυφο παλάτι
Κ’ εκείθε αστράφτει όλ’ η φωτιά, που καίει τα σωθικά του
Λες κ’ έβλεπε το Γένος του μ’ όλη τη δυστυχιά του
……………………………………………………………………….
Μεσ’ απ’ τη μαύρη καταχνιά βγαίνει ένας καβαλάρης
Και τα’ άλογό του σταματά εμπρός στο ζευγολάτη…
………………………………………………………………………..
-Εσύ μου πετροβόλησες, παληόγερε, χωριάτη,
τα δυο μου τα λαγωνικά;
-Μόνος εγώ κι’ όχι άλλοι.
-Μίλα μου ταπεινότερα… Λύγισε το κεφάλι,
προσκύνα τον αφέντη σου, ξεσκλιάρη, διακονιάρη!
…………………………………………………………………………
Κι’ ο Φράγκος τάσπρα του μαλλιά χτυπά με το κοντάρι.
………………………………………………………………………..
-Κ’ εγνώριζες ότ’ ήτανε κείνα σκυλιά δικά μου;
-Τα γνώριζα και τάδιωξα μέσ’ από τη σπορά μου.
-Πούθε κατάγεσαι μωρέ;
-Εδώθε …Σφακιτσάνος.
-Κ’ εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Τζώρτζης ο Γρατζιάνος,
αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου.
Αυτό το χώμα που πατώ, οι πέτρες τα νερά σου,
ήμερο κι’ άγριο κλαρί, τα’ αγέρι σου , η ψυχή σου,
τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου , η τιμή σου,
όλα δικά μου, μάθε το.
Κι’ ούτ’ άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει
για να πομπεύει τ’ όνομα και την κληρονομιά της!
………………………………………………………………………………
(κι ο Φωτεινός του απαντά)
-ΑΝ ΕΞΕΡΑΘΗ ΤΟ ΚΛΑΡΙ, ΠΑΝΤΑ ΧΛΩΡΗ ΕΙΝ’ Η ΡΙΖΑ
ΚΑΙ ΜΕΝΕΙ ΠΑΝΤΑ ΖΩΝΤΑΝΟ Ή ΡΟΔΙ ΦΑΕΙ Ή ΒΡΙΖΑ
ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΟΪΔΙ ΤΟ ΜΑΝΟ, Π’ ΟΣΟ ΒΑΘΕΙΑ ΡΟΥΧΝΙΖΕΙ
ΤΟΣΟ ΕΥΚΟΛΑ ΜΥΓΙΑΖΕΤΑΙ ΚΙ’ ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΒΙΛΙΖΕΙ
ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΟ ΚΡΑΖΟΥΝΕ ΛΑΟ. ΘΑ ΣΠΑΣΕΙ ΤΟ ΚΑΡΙΚΙ
ΚΑΙ ΘΑ ΠΡΟΒΑΛΗ ΜΕ ΦΤΕΡΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟ ΣΚΟΥΛΙΚΙ.
ΤΟΤΕ ΠΟΥΛΙ ΤΟ ΣΕΡΠΕΤΟ ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ ΠΟΥ ΘΑ ΦΤΑΣΕΙ.
………………………………………………………………………………………
-Τώρα θα δεις παληκαρά…Ακούστε με συντρόφοι,
και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι…
Να μας πλερώση τα σκυλιά με τα καματερά του,
και για την τόλμη πώλαβαν τα πέντε δάχτυλά του
να σφεντονίσουν κατ’ εμάς, εκεί στο χερουλάτη
να συντριφτούν με το σφυρί…Σ’ αρέσει , ζευγολάτη;
……………………………………………………………………………………….
Και δυο σκιάδες πάραυτα ωρμήσανε κι’ αρπάξαν
Τα βόϊδια ποίταν στο ζυγό. Δυο άλλοι τον αδράξαν
κ’ εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι.Ύστερα με τη σκούλη
αρχίσαν του κοντόσπαθου αργά να πελεκάνε
τα’ ανδρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε.
Όλο τ’ αλέτρι εβάφηκε, το μαύρο το παιδί του
στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν νάβγαινε η ψυχή του.
κ’ εκειός ο γέρο δράκοντας χωρίς ούτε ν’ αχνίση
εκύταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση
τη γη του την ταλαίπωρη, και μέσα στην καρδιά του
με μιας αστράφτουν τα παληά τ’ ανδραγαθήματά του,
κ’ εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ’ η ελπίδα
με τη δική του εκδίκηση να σώσει την πατρίδα.
……………………………………………………………………………
Το Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κ’ εντροπιασμένο
Κι’ αφήνει εκεί το Φωτεινό στ’ αλέτρι του δεμένο.
………………………………………………………………………………
-Παιδί μου, Μήτρο, απέθανες;…Πώς σέρνεσαι στο χώμα;…
-Πατέρα οι λύκοι εφύγανε;…και ζης, και ζης ακόμα;
…………………………………………………………………………………….
-Μήτρο, το βλέπεις; Τίποτε, τίποτε δε μας μένει,
Ούτε ζευγάρι, ούτε σπορά. Κρέμονται στα λουλούδια,
που παραστέκουν μαρτυριά , τα νύχια, τα μελούδια,
Το αίμα του πατέρα σου. Και στα γεράματά μου
ευρέθη χέρι ανθρώπινο να δείρη τα μαλλιά μου…
Νοιώθεις βαθειά στα σωθικά τ’ άσπλαχν’ αυτά περόνια;
…………………………………………………………………………………..
-Δε θα σβυστούν απ’ την καρδιά , κι’ αν ζήσω χίλια χρόνια.
Το τάζω…Σου τ’ ορκίζομαι
………………………………………………………………………………….
-Σου δίνω την ευχή μου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου