Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Χαμηλή HDL-χοληστερίνη (HDL ή καλή χοληστερίνη)

Αντιθέτως, προς τη κακή χοληστερίνη (LDL), της οποίας το επίπεδο πρέπει να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερο, το επίπεδο της καλής χοληστερίνης (HDL), πρέπει να είναι όσο το δυνατόν υψηλότερο, ακόμη και αν αυτό σημαίνει αυξημένο επίπεδο της ολικής χοληστερίνης πάνω από 200 mg/dL. Xαμηλά επίπεδα της HDL –χαμηλότερα από περίπου 40 mg/dL για άνδρες και 50 mg/dL για γυναίκες– έχουν συσχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Άτομα με «σύνδρομο μακροζωίας», τα οποία ζουν πέραν των 90 ετών χωρίς δείγματα καρδιακής νόσου έχουν τυπικώς πολύ υψηλά επίπεδα HDL.
Υπάρχουν σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία αποδίδουν αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου εντονότερα σε χαμηλά επίπεδα της HDL παρά σε υψηλά επίπεδα της LDL. Για κάθε άνοδο του επιπέδου της HDL κατά 1 χιλιοστογραμμάριο ανά δεκατόλιτρο (mg/dL), ο κίνδυνος ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου κατέρχεται κατά 2%-3%. Επίπεδο της HDL 60 (mg/dl) ή υψηλότερο βοηθά στην προστασία από τον κύριο φονιά του ατόμου.
Επιπλέον του ότι βοηθά το σώμα να αποβάλει την ανεπιθύμητη χοληστερόλη, η HDL δρα με μερικούς άλλους προστατευτικούς τρόπους: ως αντιοξειδωτικό που αποτρέπει την επιβλαβή οξείδωση της LDL και ως αντιφλεγμονώδες μέσο, που βοηθά να γίνει επιδιόρθωση αυτού που σήμερα θεωρείται κύριος παράγοντας της νόσου των αιμοφόρων αγγείων. Έχει επίσης αντιθρομβωτικές ιδιότητες, οι οποίες μπορούν να παρεμποδίσουν τον σχηματισμό θρόμβων αίματος και το φράξιμο των αρτηριών.
Η αύξηση των επιπέδων της καλής χοληστερόλη HDL στο αίμα μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο για στηθάγχη, καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικά επεισόδια, νεφρικά προβλήματα και άλλες αγγειακές παθήσεις.
Τα χαμηλά επίπεδα της «καλής» HDL-χοληστερίνης αποτελούν ισχυρό ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο.

Γιατί όμως η καλή HDL χοληστερίνη προστατεύει;
Ο βασικότερος λόγος είναι διότι η λιποπρωτεϊνη HDL απομακρύνει τη χοληστερίνη που εναποτίθεται στα αγγεία και τη μεταφέρει στο συκώτι. Στο συκώτι η χοληστερόλη μεταβολίζεται και αποβάλλεται δια μέσου του πεπτικού σωλήνα.
Επιπρόσθετα η λιποπρωτεϊνη HDL χοληστερόλη έχει αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις δράσεις που μειώνουν τις βλάβες στις αρτηρίες.
Κατά γενικό κανόνα, όσο πιο ψηλή είναι η καλή HDL χοληστερόλη, τόσο μεγαλύτερη είναι η δυνατότητα του οργανισμού να απομακρύνει τη χοληστερόλη από τα αγγεία και να αποτρέπει τη δημιουργία ή επιδείνωση της αθηρωμάτωσης.
Όταν η καλή HDL χοληστερόλη, είναι χαμηλή στο αίμα, ο κίνδυνος αθηρωμάτωσης και στένωσης ή απόφραξης των αγγείων είναι μεγαλύτερος.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η καλή HDL χοληστερίνη, προφυλάσσει τα αγγεία, βοηθά στο να διατηρούνται ανοικτά μειώνοντας τον κίνδυνο στένωσης και απόφραξης.

Έτσι, η μεμονωμένη χαμηλή HDL-χοληστερίνη, κατάσταση όχι σπάνια, πρέπει να αντιμετωπίζεται κυρίως με υγιεινοδιαιτητική αγωγή, τη δε φαρμακευτική αγωγή την κρατά ο ιατρός για περιπτώσεις που ο δυσλιπιδαιμικός είτε έχει εκδηλωμένη στεφανιαία νόσο, είτε ενώ δεν έχει εκδηλωμένη στεφανιαία νόσο, έχει ισοδύναμο αυτής, όπως σακχαρώδη διαβήτη, σημαντική αθηρωμάτωση των καρωτίδων αρτηριών, ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, ή έχει μεγάλο κίνδυνο να αναπτύξει (κίνδυνο >20% για την προσεχή 10ετία ) λόγω πολλών προδιαθεσικών παραγόντων κινδύνου, όπως προκύπτει από διάφορους πίνακες.
Μία άλλη αρκετά συχνή κατάσταση είναι τα αυξημένα τριγλυκερίδια που συνοδεύονται από χαμηλή HDL-χοληστερίνη χωρίς να είναι σημαντικά επηρεασμένη η LDL-χοληστερίνη.
Στις περιπτώσεις αυτές, όταν τα τριγλυκερίδια είναι >200 mg/dl και <500 mg/dl, υπολογίζεται η non HDL-χοληστερίνη, όπως ονομάζεται και η οποία αποτελεί ένα δευτερεύοντα στόχο για μείωση. Η non HDL-χοληστερίνη ισούται με την ολική χοληστερίνη μείον την HDL-χοληστερίνη, μάλιστα μπορεί να υπολογισθεί σε ένα άτομο χωρίς να είναι νηστικό. Η επιθυμητή τιμή αυτής βρίσκεται, εάν στην επιθυμητή τιμή της LDL-χοληστερίνη, αναλόγως του στεφανιαίου κινδύνου, προστεθεί η φυσιολογική τιμή της VLDL-χοληστερίνη, η οποία είναι ίση με 30 mg/dl. Πίνακας που δείχνει τις επιθυμητές τιμές (mg/dL) των τριγλυκεριδίων, LDL- και HDL-χοληστερίνης πλάσματος στα διαβητικά άτομα. Κίνδυνος στεφανιαίας νόσου LDL- χοληστερίνης HDL- χοληστερίνη Τριγλυκερίδια Υψηλός >/= 130 < 35 >/= 400
Οριακός 100-129 35-45 200-399
Χαμηλός < 100 > 45 < 200 Ποια είναι τα επίπεδα της HDL χοληστερίνης που θεωρούνται χαμηλά; H HDL χοληστερόλη θεωρείται χαμηλή όταν είναι κάτω από 40 mg/dL στους άνδρες Για τις γυναίκες θεωρείται ότι επίπεδα HDL χοληστερόλης κάτω των 50 mg/dL είναι χαμηλά Αντιμετώπιση Με λίγα λόγια τρεις είναι οι θεραπευτικοί στόχοι στη καταπολέμηση των υπερλιπιδαιμιών: η μείωση της LDL (LDL ή κακή χοληστερίνης) η μείωση της μη-HDL σε ασθενείς με αυξημένα τριγλυκερίδια (>200 mg/dl)
η αύξηση της χαμηλής HDL (HDL ή καλή χοληστερίνης)
Οι θεραπείες θα πρέπει να εξελίσσονται με την σειρά αυτή.
1. Ο κύριος στόχος της θεραπείας είναι η LDL-χοληστερίνη. Οι στόχοι της LDL και τα διαχωριστικά σημεία για τις θεραπευτικές μεταβολές του τρόπου ζωής και την φαρμακευτική θεραπεία στις διάφορες κατηγορίες κινδύνου παρουσιάζονται στο τέλος.*
2. Ένας δεύτερος στόχος της θεραπείας είναι η μη-HDL, σε ασθενείς με αυξημένα τριγλυκερίδια ορού. Ο στόχος για την μη-HDL (δηλ., την ολική χοληστερίνη μείον την HDL, (είναι 31 mg/dl υψηλότερα από την LDL.
Όταν τα τριγλυκερίδια είναι της τάξης των 150 - 200 mg/dl (οριακά υψηλά), οι θεραπευτικές μεταβολές του τρόπου ζωής (δηλ.,αντιμετώπιση του σωματικού βάρους και αυξημένη φυσική δραστηριότητα) θα πρέπει να επαρκούν.
Όταν, όμως, τα τριγλυκερίδια του ορού είναι υψηλά (200 - 500 mg/dl), ενδέχεται να απαιτηθεί φαρμακευτική θεραπεία, εκτός από τις θεραπευτικές τροποποιήσεις του τρόπου ζωής, προκειμένου να επιτευχθεί η σκοπούμενη μη HDL.
Μία προσέγγιση στην φαρμακευτική θεραπεία είναι η εντατικοποίηση της θεραπείας μείωσης της LDL (π.χ., με την αύξηση της δόσης της στατίνης), αλλά μία εναλλακτική προσέγγιση, η οποία έχει το πλεονέκτημα της αύξησης της HDL, είναι η μείωση των τριγλυκεριδίων με κάποια φιμπράτη ή με νικοτινικό οξύ.
3. Ένας τρίτος στόχος της τροποποίησης των λιπιδίων είναι η αύξηση της HDL. Από την επιστημονική κοινότητα δεν έχει τεθεί συγκεκριμένος στόχος της θεραπείας αύξησης της HDL. Τα κλινικά στοιχεία δεν είναι ακόμη επαρκή για να δικαιολογήσουν την αναγνώριση ενός σκοπούμενου στόχου της HDL. Παρόλα αυτά, οι κλινικές μελέτες υποδηλώνουν πράγματι ότι η αύξηση της HDL μειώνει τον κίνδυνο για στεφανιαίας νόσου.
Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής είναι το βασικότερο μέτρο που πρέπει να εφαρμοστεί για την άνοδο της HDL χοληστερόλης. Η απώλεια περιττού βάρους, η αποφυγή της παχυσαρκίας, η διακοπή του καπνίσματος, η μείωση της περιμέτρου της μέσης, η τακτική σωματική άσκηση, αυξάνουν την HDL χοληστερόλη στο αίμα, καλύτερα από τα φάρμακα.
Η κατανάλωση ψαριών, η μεσογειακή δίαιτα, το κόκκινο κρασί (1 έως 2 ποτήρια την ημέρα μόνο και όχι κατάχρηση αλκοόλ), η μείωση των υδατανθράκων στη διατροφή, αυξάνουν την HDL χοληστερόλη στο αίμα.
Παρά το γεγονός ότι οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και διατροφής είναι η καλύτερη μέθοδος για την αύξηση της HDL χοληστερίνης, εντούτοις σε μερικούς ασθενείς αυτό δεν είναι αρκετό. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι όπως η κληρονομικότητα που συμβάλλουν σε δυσκολίες ανόδου της καλής χοληστερίνη.
Σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν φάρμακα που μπορούν να βοηθήσουν. Η νιασίνη, οι στατίνες, οι φιμπράτες (γεμφιμπροζίλη, φενοφιμπράτη), τα ιχθυέλαια εμπλουτισμένα σε ωμέγα-3 λιπαρά οξέα και στους διαβητικούς η θειαζολιδινεδιόνη, είναι οι κυριότερες ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν.

*H δυσλιπιδαιμία και ειδικότερα η υπερχοληστεριναιμία, θεωρείται ένας από τους βασικότερους παράγοντες κινδύνου για αθηρωμάτωση και νοσήματα του καρδιαγγειακού συστήματος (έμφραγμα μυοκαρδίου και άλλες εκδηλώσεις στεφανιαίας νόσου, εγκεφαλικά επεισόδια, αποφράξεις καρωτίδων και άλλων περιφερικών αγγείων). Δυσλιπιδαιμία καλείται η κατάσταση εκείνη κατά την οποία τα λιπίδια του πλάσματος (χοληστερίνη, τριγλυκερίδια) είναι παθολογικά: είτε έχουμε αύξηση της ολικής χοληστερίνης και της κακής χοληστερίνης (LDL) με φυσιολογικά τριγλυκερίδια (υπερχοληστερολαιμία), είτε αύξηση των τριγλυκεριδίων (υπερτριγλυκεριδαιμία), συνύπαρξη υπερχοληστεριναιμίας και υπερτριγλυκεριδαιμίας (συνδυασμένη υπερλιπιδαιμία).
Τέλος, και η μείωση της καλής χοληστερίνης (HDL) είτε ως μεμονωμένη διαταραχή, είτε σε συνδυασμό με άλλες διαταραχές και συχνότερα με αυξημένα τριγλυκερίδια αποτελεί επίσης εκδήλωση υπερλιπιδαιμίας.
Με βάση τα αποτελέσματα μεγάλων κλινικών μελετών το φάρμακο πρώτης επιλογής για τη μείωση της χοληστερίνης και την αντιμετώπιση των περισσότερων υπερλιπιδαιμιών είναι οι στατίνες. Επιπλέον, σε ειδικές περιπτώσεις, χρησιμοποιούνται οι φιμπράτες, οι δεσμευτικές των χολικών οξέων ουσίες και το νικοτινικό οξύ. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και ένας ειδικός αναστολέας απορρόφησης της χοληστερόλης, η έζετιμίδη.
Στατίνες
Οι στατίνες (σιμβαστατίνη, πραβαστατίνη, ατορβαστατίνη, φλουβαστατίνη, λοβαστατίνη και ροσουβαστατίνη) δρουν μέσω αναστολής ενός ενζύμου πού συμμετέχει στη σύνθεση της χοληστερίνης στο ήπαρ (αναγωγάση HMG-CoA). Μειώνουν την «κακή» χοληστερίνη (LDL, αλλά και τα τριγλυκερίδια, ενώ προκαλούν και μικρή αύξηση της «καλής» χοληστερίνης (HDL). Σε όλες τις μεγάλες κλινικές μελέτες έχει αποδειχθεί ότι ή χορήγηση στατινών σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο αλλά και σε υγιή άτομα υψηλού κινδύνου μειώνει τα εμφράγματα μυοκαρδίου, τους θανάτους από στεφανιαία νόσο αλλά και το συνολικό αριθμό θανάτων, έτσι ώστε η μη χορήγηση τους να θεωρείται πλέον ιατρικό λάθος.
Οι στατίνες είναι δυνατόν να επιτύχουν μείωση από 20% έως 60% της κακής χοληστερίνης (LDL). Αυξάνουν σε μικρό βαθμό την καλή χοληστερίνη (HDL). Είναι επίσης σε θέση να μειώνουν τα τριγλυκερίδια.
Συνήθως οι στατίνες χορηγούνται σε μια δόση, το βράδυ. Είναι προτιμότερο να δίνονται το βράδυ διότι ο οργανισμός μας συνθέτει την περισσότερη χοληστερίνη τη νύκτα.
Τα πρώτα αποτελέσματα στη μείωση της LDL χοληστερίνης παρατηρούνται σε 4 έως 6 εβδομάδες. Οι μετρήσεις χοληστερίνης μετά από 6 έως 8 εβδομάδες επιτρέπουν στο γιατρό να προσδιορίσει την καλύτερη δόση που χρειάζεται για τον ασθενή.
Ποια είναι η καλύτερη στατίνη;
Η φαρμακευτική θεραπεία της υπερχοληστεριναιμίας στηρίζεται σε μια ομάδα φαρμάκων που ονομάζονται στατίνες.
Πέντε τουλάχιστον στατίνες κυκλοφορούν σήμερα. Ποια όμως είναι καλύτερη για εσάς; Γενικά, οι δράσεις και οι παρενέργειες όλων των στατινών είναι ίδιες, αλλά διαφέρουν σημαντικά στο πόσο αποτελεσματικά μειώνουν την ολική χοληστερόλη και την LDL χοληστερόλη (Κακή χοληστερόλη). Παρατίθενται κατωτέρω οι κυκλοφορούσες στατίνες κατά σειρά αποτελεσματικότητας.

Χημική ουσία Εμπορικό όνομα
Rosuvastatin Crestor
Atorvastatin Lipitor
Simvastatin Zocor

Όλες οι στατίνες έχουν παρόμοιες παρενέργειες αλλά μερικοί άνθρωποι θα δοκιμάσουν μια παρενέργεια με τη μια στατίνη, όχι όμως με την άλλη. Π.χ. κάποιοι ασθενείς έχουν μυικούς πόνους, τη πιο συχνή παρενέργεια των στατινών, αλλά μόλις αλλάξουν στατίνη αυτοί
Οι κυριότερες ανεπιθύμητες ενέργειες τους είναι η ηπατοτοξικότητα και η μυοπάθεια, όμως και οι δυο είναι ασυνήθεις και σπάνια απαιτούν διακοπή του φαρμάκου. Οι αυξήσεις των ηπατικών ενζύμων (τρανσαμινασών (SGOT, SGPT)) πού προκαλούν οι στατίνες είναι συχνά παροδικές και εξαρτώνται από τη δόση: όσο μεγαλύτερη είναι ή δόση, τόσο αυξάνει η πιθανότητα να εμφανισθούν. Έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι μόλις διακοπεί η στατίνη, τότε οι τιμές των τρανσαμινασών επιστρέφουν πάλι στο φυσιολογικό χωρίς να προκαλείται μόνιμη ηπατική βλάβη. Για αυτό το λόγο συστήνεται η τακτική παρακολούθηση των ηπατικών ενζύμων και η διακοπή του φαρμάκου αν διαπιστωθεί αύξηση τους τρεις φορές πάνω από το ανώτερο φυσιολογικό όριο. Μια συχνή παρενέργεια των στατινών είναι η πρόκληση διάχυτων μυαλγιών που μερικές φορές είναι αρκετά ενοχλητικές. Η μείωση της δόσης της στατίνης ή η αντικατάσταση της με μια άλλη στατίνη λύνει τις περισσότερες φορές το πρόβλημα.
Οι στατίνες είναι πιο ισχυρά φάρμακα από τις ρητίνες ανταλλαγής ιόντων στη μείωση της LDL-χοληστερόλης, αλλά λιγότερο δραστικά στη μείωση των τριγλυκεριδίων και την αύξηση της HDL.
Μειώνουν τα εμφράγματα του μυοκαρδίου και τους θανάτους από στεφανιαία νόσο σε ασθενείς που πάσχουν από από καρδιαγγειακά νοσήματα (στεφανιαία νόσο, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, περιφερική αρτηριοπάθεια), υγιή άτομα υψηλού κινδύνου έστω και αν η χοληστερίνη είναι φυσιολογική.
Γενικά:
-μειώνουν την κακή χοληστερόλη
-«παγώνουν» την αθηρωματική πλάκα (δεν αυξάνεται το μέγεθός της εύκολα, με αποτέλεσμα να μειώνονται οι πιθανότητες για έμφραγμα) -επαναφέρουν τη λειτουργία του ενδοθηλίου (εσωτερικός χιτώνας των αγγείων), με αποτέλεσμα να καταπολεμούνται οι θρομβώσεις
Οι σπουδαιότερες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι η αναστρέψιμη μυοσίτιδα και η ραβδομυόλυση. Η μυοσίτιδα είναι σπάνια εκτός αν οι ασθενείς λαμβάνουν ταυτόχρονα νικοτινικό οξύ, φιμπράτες ή κυκλοσπορίνη. Η ραβδομυόλυση είναι δυνατόν να είναι θανατηφόρος όταν συγχορηγείται με γεμφιβροζίλη και ως εκ τούτου τα δύο αυτά φάρμακα δεν πρέπει να συγχορηγούνται.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι στατίνες μειώνουν τα στεφανιαία επεισόδια, το σύνολο των καρδιαγγειακών συμβαμάτων, καθώς και τη συνολική θνητότητα. Επίσης είναι φάρμακα που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πρωτοπαθή πρόληψη της στεφανιαίας νόσου σε ασθενείς με υπερχοληστερολαιμία.
ΛΟΒΑΣΤΑΤΙΝΗ
Ενδείξεις, Ανεπιθύμητες ενέργειες, Εργαστηριακά ευρήματα, Αλληλεπιδράσεις
Ενδείξεις: Πρωτοπαθής υπερχοληστεριναιμία (τύπος ΙΙα, ΙΙβ), σε ασθενείς πού δεν έχουν ανταποκριθεί στη δίαιτα και τα άλλα μέτρα.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο, ενεργός ηπατική νόσος, αυξημένα επίπεδα τρανσαμινασών στον ορό ανεξαρτήρως αιτιολογίας, κύηση, γαλουχία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Γενικές: (κόπωση, θωρακικός πόνος). Γαστρεντερικές: (ναυτία, έμετος, διάρροια, δυσκοιλιότητα, επιγαστρικό άλγος, μετεωρισμός). Αναπνευστικές: (ρινίτιδα, λοιμώξεις ανώτερού αναπνευστικού). Μυοσκελετικές: (μυαλγίες, μυοσίτιδα). Νευρικές (κεφαλαλγία, ζάλη). Δερματολογικές: (εξάνθημα). Οφθαλμολογικές: (θολερότητα των φακών).
Εργαστηριακά ευρήματα: αύξηση των τρανσαμινασών και της κρεατινίνης φωσφοκινάσης. Σε κάθε περίπτωση οι ασθενείς θα πρέπει να υποβάλλονται σε εξετάσεις για το ήπαρ, τουλάχιστον ανά εξάμηνο.
Αλληλεπιδράσεις: Σε ασθενείς πού λαμβάνουν ταυτόχρονα κουμαρινικά αντιπηκτικά (Sintrom), θα πρέπει να ελέγχεται τακτικά ο χρόνος προθρομβίνης ώσπού να σταθεροποιηθεί στα επιθυμητά επίπεδα.
Προσοχή στη χορήγηση: Παρακολούθηση των τρανσαμινασών και της κρεατινικής φωσφοκινάσης. Προσοχή στη χορήγηση σε ασθενείς με ιστορικό ηπατοπάθειας και καταναλωτές μεγάλης ποσότητας οινοπνευματωδών. Αν προκύψει εγκυμοσύνη κατά τη διάρκεια της θεραπείας το φάρμακο θα διακοπεί και θα ενημερωθεί η έγκυος για πιθανούς κινδύνούς στο έμβρυο.
Δοσολογία: Συνήθης αρχική δόση 20 mg εφάπαξ το βράδυ. Η δοσολογία μπορεί να αυξηθεί έως 80 mg.
Ιδιοσκευάσματα:
MEVACOR: tab 20 mg
ΑΤΡΟΒΑΣΤΑΤΙΝΗ
Ενδείξεις, Ανεπιθύμητες ενέργειες, Εργαστηριακά ευρήματα, Αλληλεπιδράσεις Βλέπε Λοβαστατίνη.
Δοσολογία: Συνήθης δόση 10-40 mg εφάπαξ, ημερησίως το βράδυ, ανάλογα με τη σοβαρότητα. Mεγίστη δόση 80 mg εφάπαξ ημερησίως.
Ιδιοσκευάσματα:
LIPITOR tablets 10, 20, 40 mg
ΣΙΜΒΑΣΤΑΤΙΝΗ
Ενδείξεις, Ανεπιθύμητες ενέργειες, Εργαστηριακά ευρήματα, Αλληλεπιδράσεις Βλέπε Λοβαστατίνη.
Δοσολογία: Αρχική δόση 10 mg εφάπαξ ημερησίως το βράδυ. Μέγιστη δόση 40 mg εφάπαξ ημερησίως.
Ιδιοσκευάσματα:
ZOCOR tab 20, 40 mg.
LEPUR tab 20, 40 mg.
ΡΟΣΟΥΒΑΣΤΑΤΙΝΗ
Ενδείξεις, Ανεπιθύμητες ενέργειες, Εργαστηριακά ευρήματα, Αλληλεπιδράσεις Βλέπε Λοβαστατίνη.
Δοσολογία: Αρχικά 5-10 mg ημερησίως μεγίστη δόση 40 mg
Ιδιοσκευάσματα:
CRESTOR tab 5, 10, 20, 40 mg
ΠΡΑΒΑΣΤΑΤΙΝΗ ΝΑΤΡΙΟΥΧΟΣ
Ενδείξεις, Ανεπιθύμητες ενέργειες, Εργαστηριακά ευρήματα, Αλληλεπιδράσεις Βλέπε Λοβαστατίνη.
Δοσολογία: Συνήθης αρχική δόση 10-20 mg εφάπαξ ημερησίως το βράδυ. Μέγιστη δόση 40 mg εφάπαξ ημερησίως, προοδευτικά αυξανόμενη κατά 10 mg ανά μήνα.
Ιδιοσκευάσματα:
MAXUDIN: tab 20, 40 mg
PRAVACHOL: tab 20, 40 mg
ΦΛΟΥΒΑΣΤΑΤΙΝΗ
Ενδείξεις, Ανεπιθύμητες ενέργειες, Εργαστηριακά ευρήματα, Αλληλεπιδράσεις Βλέπε Λοβαστατίνη.
Δοσολογία:
Αρχικά 20 mg ημερησίως κάθε βράδυ, συνήθης δόση διατήρησης 20-40 mg ημερησίως, προσαρμογή δόσης ανάλογα με την ανταπόκριση κάθε 4 εβδομάδες, μεγίστη δόση 80 mg
Ιδιοσκευάσματα:
LESCOL capsules 40 mg

Εζετιμίδη
Η εζετιμίδη είναι ένα νέο φάρμακο πού εμποδίζει ισχυρά και εκλεκτικά την απορρόφηση χοληστερίνης ανταγωνιζόμενη το μηχανισμό με τον οποίο μεταφέρεται η χοληστερόλη δια του εντερικού τοιχώματος. Όταν το φάρμακο αυτό συνδυάζεται με στατίνη, τα επίπεδα LDL μειώνονται σημαντικά αφού οι στατίνες αναστέλλουν την αντισταθμιστική αύξηση στην παραγωγή χοληστερίνης από το ήπαρ. Επιπλέον, ο συνδυασμός αυτός δεν απαιτεί μεγάλες δόσεις από κανένα από τα δυο φάρμακα με αποτέλεσμα τη μεγάλη μείωση της πιθανότητας ανεπιθύμητων ενεργειών.
Εζετιμίδη (Εμπορική ονομασία Ezetrol)
Κατηγορία
Εντερικός αναστολέας της απορρόφησης της χοληστερίνης
Μορφές
Κάθε δισκίο περιέχει 10 mg εζετιμίδη (ezetimibe)
Θεραπευτικές ενδείξεις
Η εζετιμίδη συγχορηγούμενη με στατίνη ενδείκνυται σαν συμπληρωματική θεραπεία της δίαιτας στους ασθενείς με υψηλή χοληστερίνη, οι οποίοι δεν ρυθμίζονται κατάλληλα λαμβάνοντας μόνο στατίνη. Η μονοθεραπεία με εζετιμίδη ενδείκνυται σαν συμπληρωματική θεραπεία της δίαιτας στους ασθενείς με υψηλή χοληστερίνη, στους οποίους η αγωγή με στατίνη θεωρείται ακατάλληλη ή δεν είναι ανεκτή.
Δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμα μελέτες που να δείχνουν την αποτελεσματικότητα της εζετιμίδης στην πρόληψη των επιπλοκών από την αθηροσκλήρωση.
Δοσολογία
Ο ασθενής θα πρέπει να είναι σε κατάλληλη διαιτητική αγωγή για τη μείωση της χοληστερόλης πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας με εζετιμίδη. Η οδός χορήγησής της είναι από το στόμα. Η συνιστώμενη δόση είναι ένα δισκίο εζετιμίδης 10 mg ημερησίως. Η εζετιμίδη μπορεί να χορηγηθεί οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, με ή χωρίς τροφή.
Ηλικιωμένοι: Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας στους ηλικιωμένους ασθενείς.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Διαταραχές του νευρικού συστήματος:·κεφαλαλγία.
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος: κοιλιακό άλγος και διάρροια.
Μορφές
Κάθε δισκίο περιέχει 10 mg εζετιμίδη

Φιμπράτες
Οι φιμπράτες (φαινοφιμπράτη, γεμφιμπροζίλη, βεζαφιμπράτη, σιπροφιμπράτη) ενεργοποιούν τη λιποπρωτεινική λιπάση, ένα ένζυμο πού διευκολύνει τον καταβολισμό των πλούσιων σε τριγλυκερίδια λιποπρωτεϊνών. Μειώνουν τα τριγλυκερίδια και αυξάνουν την καλή χοληστερίνη (HDL), ενώ μπορεί να μειώσουν η να αυξήσουν την κακή χοληστερίνη (LDL). Οι φιμπράτες, έχει αποδειχθεί σε κλινικές μελέτες ότι, μειώνουν τον κίνδυνο για στεφανιαία επεισόδια σε ασθενείς με υψηλά τριγλυκερίδια και χαμηλή HDL, ειδικά όταν συνυπάρχει σακχαρώδης διαβήτης ή μεταβολικό σύνδρομο. Έτσι είναι δυνατό να έχουν θέση στην αντιμετώπιση αυτών των ασθενών, ειδικά σε συνδυασμό με στατίνες. Οι προβληματισμοί για την πρόκληση μυοπάθειας με τη χρήση του παραπάνω συνδυασμού έχουν μειωθεί αρκετά από το πρόσφατο εύρημα ότι μία συγκεκριμένη φιμπράτη, η φαινοφιμπράτη δεν επηρεάζει τον καταβολισμό των στατινών και έτσι δεν αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο κλινικής μυοπάθειας στους ασθενείς πού λαμβάνουν μέτριες δόσεις στατινών.
Θεωρούνται αντιλιπιδαιμικοί παράγοντες ευρέως φάσματος γιατί αν και η κύρια δράση τους είναι η μείωση των τριγλυκεριδιών, ελαττώνούν επίσης τα επίπεδα της LDL-χοληστερόλης και αυξάνουν την HDL χοληστερόλη. Η δράση τους αποδίδεται κυρίως στην ενεργοποίηση της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης, την αναστολή της αναγωγάσης τον HMG-CoA και την αύξηση τον καταβολισμού των λιποπρωτεϊνών πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL).
ΒΕΖΑΦΙΒΡΑΤΗ
Ενδείξεις: Υπερλιπιδαιμίες τύπού ΙΙα, ΙΙβ, ΙΙΙ, IV και V πού δεν ανταποκρίνονται στη διαιτητική αγωγή.
Αντενδείξεις: Σοβαρή ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια, νεφρωσικό σύνδρομο, πρωτοπαθής χολική κίρρωση, κύηση, γαλουχία, υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ναυτία, έμετοι διάρροια, επιγαστρικά ενοχλήματα, κοιλιακά άλγη, χολολιθίαση. Εξάνθημα, κνησμός, κνίδωση, κεφαλαλγία, ζάλη, θάμβος όρασης, μυαλγίες, μείωση γενετήσιας δραστηριότητας. Αναιμία, λευκοπενία, ηωσινοφιλία, τρανσαμινασαιμία.
Αλληλεπιδράσεις: Αυξάνει τη δράση των κουμαρινικών αντιπηκτικών και ορισμένων αντιδιαβητικών (σουλφονυλουριών, ινσουλίνης).
Προσοχή στη χορήγηση: Παρακολούθηση λιπιδίων, τρανσαμινασών και γενικής αίματος. Σε ασθενείς πού παρουσιάζουν συμπτωματολογία χολολιθίασης να γίνεται έλεγχος προς την κατεύθύνση αυτή. Να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ίκτερο, ηπατοπάθεια ή έλκος.
Δασολογία: Από το στόμα 400-600 mg ημερησίως σε ίσες δόσεις μετά τα γεύματα
Ιδιοσκευάσματα:
BEZALIP/Φαρμαλέξ: f.c.tab 200 mg χ 50, s.r.f.c.tab 400 mg χ 30 χ 50
ΓΕΜΦΙΒΡΟΖΙΛΗ
Δοσολογία: Συνήθης δόση 1200 mg σε δύο δόσεις μισή ώρα πριν από το πρωινό και βραδυνό φαγητό.
Λοιπά: βλ. Βεζαφιβράτη.
Ιδιοσκευάσματα:
LOPID/Warner-Lambert: f.c.tab 600 mg χ 30, 900 mg χ 20
ΚΛΟΦΙΒΡΑΤΗ
Δοσολοyία: Συνήθης δόση 500 mg 2-4 φορές ημερησίως.
Λοιπά: Βλ. Βεζαφιβράτη
Ιδιοσκευάσματα:
ATROMID-S/Cana: sof.g.caps 500 mg χ 30
ΦΑΙΝΟΦΙΒΡΑΤΗ
Δασολογία: Από το στόμα: Αρχικώς 300 mg ημερησίως σε τρεις ίσες δόσεις. Δόση συντήρησης 100 mg δύο φορές την ημέρα όταν τα λιπίδια υποχωρήσουν σε φυσιολογικά επίπεδα.
Λοιπά: Βλ. Βεζαφιβράτη.
Ιδιοσκευάσματα:
LIPANTHYL/Gerolymatos: caps 100 mg χ 48, cοn.τ.cαps 250 mg χ 30 48

</span>


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου