Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις



Τί είναι;

Οι ουρολοιμώξεις είναι παθολογικές καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από εγκατάσταση και πολλαπλασιασμό μικροβίων μέσα στο ουροποιητικό σύστημα. Το όργανο που προσβάλλεται συχνότερα είναι η κύστη (κυστίτιδα) ιδιαίτερα στις γυναίκες.
Υποτροπιάζουσες γενικά χαρακτηρίζονται οι ουρολοιμώξεις που επανεμφανίζονται σε συχνά χρονικά διαστήματα, είτε οφείλονται στο ίδιο μικρόβιο (αναμολύνσεις), είτε όχι (υποτροπές). Ως προς τη συχνότητα δεν υπάρχει διεθνής ομοφωνία, ωστόσο υπάρχει μια σχετική αποδοχή των 3 επεισοδίων ανά έτος.
Από επιδημιολογική άποψη υπολογίζεται ότι περίπου το 20% των γυναικών που έχουν πάθει ουρολοίμωξη θα το ξαναπάθουν και από αυτές το 30% θα έχουν άλλη μια προσβολή. Το 80% αυτής της τελευταίας υπο-ομάδας αναπτύσσουν υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις.

Πώς εκδηλώνεται;
Ο/η ασθενής εμφανίζει, συνήθως μετά από σεξουαλική επαφή, όλα ή μερικά από τα συμπτώματα της ουρολοίμωξης. Δηλαδή παραπονείται για συχνουρία, κάψιμο ή πόνο κατά την ούρηση, αιματουρία, βάρος ή πόνο χαμηλά στην κοιλιά καθώς και ελαφρό πυρέτιο.
Μερικές φορές η λοίμωξη μπορεί να συνοδεύεται από πόνο ή βάρος στις νεφρικές χώρες και υψηλό πυρετό.

Πού οφείλεται;
Ο συνηθέστερος προδιαθεσικός παράγοντας των συχνών ουρολοιμώξεων στις νεαρές γυναίκες είναι η σεξουαλική επαφή, που συχνά ευνοεί τη μεταφορά μικροβίων της περιπρωκτικής περιοχής προς τον κόλπο. Πρόσφατες έρευνες του National Institute of Health (NIH) έχουν δείξει ότι οι γυναίκες που προσβάλλονται συχνά από ουρολοιμώξεις έχουν συγκεκριμένες ομάδες αίματος και επίσης υψηλότερα ποσοστά αποικισμού του κόλπου από παθογόνα μικρόβια εντερικής προέλευσης (κολοβακτηρίδιο, εντερόκοκκος, πρωτέας, κλεμπσιέλλα κ.α.). Η μη έκφραση συγκεκριμένων αντιγόνων του συστήματος ΑΒΟ από τα κύτταρα που επενδύουν τα ουροποιητικά όργανα και το κολπικό τοίχωμα διευκολύνουν την προσκόλληση μικροβίων εκεί και έτσι τη δυσκολότερη εκρίζωσή τους.
Στους άνδρες μέσης και μεγάλης ηλικίας το κυριότερο αίτιο συχνών ουρολοιμώξεων είναι η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη, που ως γνωστόν προκαλεί κατακράτηση των ούρων σε αρκετές περιπτώσεις. Οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξες αποτελούν ένδειξη χειρουργικής αντιμετώπισης της νόσου.
Συχνές ουρολοιμώξεις επίσης εμφανίζονται σε άτομα που πάσχουν από ουρολιθίαση, όγκους της ουροδόχου κύστης, παραπληγία / νευρογενή δυσλειτουργία της ούρησης (ιδίως αν υπάρχουν λίθοι, εκτελούνται διαλείποντες αυτοκαθετηριασμοί ή υπάρχουν μόνιμοι καθετήρες), αλλά και μεταβολικά νοσήματα, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης.

Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση στηρίζεται στη μικροσκοπική εξέταση των ούρων και ιδιαίτερα στην καλλιέργεια των ούρων. Εκεί ανευρίσκεται η ύπαρξη μικροβίων σε υψηλή συγκέντρωση (πάνω από 10.000/ml).
Ο Ουρολόγος που διερευνά τις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις ξεκινά κάνοντας ένα υπερηχογράφημα με σκοπό την ανάδειξη ανατομικών ανωμαλιών ή όγκων του ουροποιητικού, η ύπαρξη λίθων, καθώς και η ατελής κένωση της ουροδόχου κύστης.
Άλλες απεικονιστικές εξετάσεις είναι η ενδοφλέβια πυελογραφία και η αξονική τομογραφία, που κυρίως στοχεύουν στην ανάδειξη ανατομικών ανωμαλιών, λίθων καθώς και νεοπλασμάτων.
Τέλος, η κυστεοσκόπηση είναι μία διαγνωστική μέθοδος που επιτρέπει την άμεση παρατήρηση του εσωτερικού της ουροδόχου κύστης. Εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που ο Ουρολόγος θέλει να αποκλείσει την ύπαρξη νεοπλασμάτων της κύστης ή άλλων αλλοιώσεων στο εσωτερικό της.
Ο ουροδυναμικός έλεγχος μπορεί επιλεκτικά να βοηθήσει σε περιπτώσεις όπου υπάρχει δυσλειτουργική ούρηση λόγω νευρογενών αιτίων ή σακχαρώδη διαβήτη.

Πώς θεραπεύεται;
Σε ότι αφορά τις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις των γυναικών, όπως προαναφέρθηκε, αυτές που έχουν πάθει πάνω από 3 ουρολοιμώξεις στη ζωή τους βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο να ταλαιπωρηθούν από υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις. 4 στις 5 από αυτές τις γυναίκες θα υποστούν νέα ουρολοίμωξη εντός των επόμενων 18 μηνών.
Σημαντικό βήμα στην αντιμετώπιση των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων είναι η λεγόμενη χημειοπροφύλαξη, δηλαδή η χορήγηση αντιβιοτικών με σκοπό την πρόληψη του πολλαπλασιασμού των μικροβίων. Δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την επιλογή της καταλληλότερης τακτικής. Οι δυνατές εναλλακτικές προτάσεις είναι:
> η χορήγηση χαμηλής δόσης τριμεθοπρίμης/σουλφαμεθοξαζόλης ή νιτροφουραντοίνης καθημερινά για 6 μήνες ή περισσότερο. Η λήψη συνιστάται να γίνεται πριν τη νυχτερινή κατάκλιση ώστε η φαρμακευτική ουσία να παραμένει περισσότερο στην κύστη.
> η χορήγηση αντιβίωσης εφάπαξ μετά από κάθε σεξουαλική επαφή, εφόσον έχει διαπιστωθεί τέτοια συσχέτιση
> η χορήγηση αντιβίωσης ευρέως φάσματος για 1-2 ημέρες μόλις η ασθενής νοιώθε τα συμπτώματα της ουρολοίμωξης. Η χρήση ειδικής ταινίας που εμβαπτίζεται σε πρωινά ούρα και ανιχνεύει νιτρώδεις ενώσεις στα ούρα (στικ ούρων) μπορεί να βοηθήσει στη επιβεβαίωση της διάγνωσης από τη γυναίκα και στην έναρξη της χορήγησης αντιβιοτικών.
Επιβοηθητικά μπορεί να βοηθήσουν η λήψη άφθονων υγρών (2-3 λίτρα ημερησίως) και η συχνή ούρηση, χωρίς αναβολές. Ο σωστός τρόπος σκουπίσματος μετά την αφόδευση (από εμπρός προς τα πίσω) είναι σημαντικός, καθώς επίσης και η πλύση των γεννητικών οργάνων πριν και μετά τη σεξουαλική επαφή. Η υπερβολική χρήση αντισηπτικών ουσιών και σαπουνιών καλόν να αποφεύγεται, διότι συχνά ερεθίζεται η ουρήθρα και αλλάζει το pH του κόλπου. Η ούρηση μετά τη σεξουαλική επαφή επίσης βοηθά. Ορισμένα αφεψήματα, όπως ο χυμός cranberry, επίσης συνίσταται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου